Το μυαλό μου σκέφτηκε το αιματοβαμμένο χιόνι του Fargo καθώς περπατούσα παράλληλα στο ποτάμι, χώνοντας τα πόδια μου στα χιόνια. Ο ένοχος εδώ ήταν τα βρεγμένα κόκκινα Vans που ξέβαφαν στο χιόνι, χρώμα που μάλλον θα καταλήξει σε κάποια θάλασσα όταν το ποτάμι βρει την τελική του έξοδο. Το ζηλεύω που απλά κυλάει, ενώνεται με άλλα και χάνεται. Στις πόλεις οι έξοδοι μοιάζουν με πίστες του pacman: σε βάζουν ξανά μέσα από την άλλη μεριά. Μετά τα φαντάσματα συνεχώς αναγεννιούνται, ο pacman δεν έχει δυνατότητα ακινησίας, όλο τρέχει, τρώει και δε μιλάει. Ούτε λέξη.
Θέλω τις λέξεις από τις προτάσεις μου πίσω, αυτές που άντεξαν στην παγωνιά, τη ζέστη και τη θάλασσα και καταστράφηκαν πίσω από εισιτήρια λεωφορείων και κωδικούς αεροπλάνων. Όλα τα καλοκαίρια -πιτσιρικάς στα ηλεκτρονικά- έλεγα "pacman, σιγά το παιχνίδι μωρέ, απλοϊκότατο".
Ζήτημα να έβγαζα κάθε φορά δυο πίστες πριν το game over.
Δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που μέσα στο χειμώνα ανυπομονούν τόσο να έρθει το καλοκαίρι για να κάψουν το δέρμα τους. Το μυαλό τους κοιτάζει γύρω και απλά βλέπει ξερά γυμνά δέντρα.
Γιατί δεν ξέρει με ποιο τρόπο να δει.
Η φωτο είναι κάπου από το internet.